σορέλλη

σορέλλη
σορέλλη, nickname of an old man,
A with one foot in the grave (cf. σοροδαίμων, σορόπληκτος), Ar.Fr.198.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σορέλλη — ἡ, Α παρωνύμιο γέροντα που βρίσκεται στο χείλος τού τάφου, που έχει το ένα του πόδι στον τάφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. σορός με επίθημα έλλη, πιθ. υποκοριστικό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”